Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2020

Από μακριά

 

                   Έργο του Κωνσταντίνου Ι. Αρώνη

«Ευδοκία! Ευδοκία!», φώναζε κάθε απόγευμα στις τέσσερις κι εκείνη έβγαινε στο μπαλκόνι με το νυχτικό κι ένα σάλι ριγμένο πάνω της πρόχειρα, μην κρυώσει κι έχουμε άλλα, και τον κοιτούσε.

«Τι κάνεις; είσαι καλά;»

«Καλά είμαι. Κι εσύ;»

«Καλά καλά, ακόμα.»

«Να προσέχεις.»

«Κι εσύ.»

«Μην ανησυχείς για μένα, τα καταφέρνω κι εγώ.»

Όλα λέγονταν με τα μάτια, τίποτα με το στόμα – γεμάτο το βλέμμα και των δυο, φορτωμένο από τρυφερότητα και από «Αχ, να ’ξερες πόσα άλλα θέλω να σου πω, μα τώρα, δες, οι συνθήκες, μόλις τελειώσει όλο αυτό, θα δεις, θα δεις, θα…»

Τι θα;

Αν την αγαπούσε, θα την είχε φιλήσει, κάποια στιγμή, τόσες κοινές στιγμές δυο χρόνια κλεισμένα στην ίδια εταιρία, θα το είχε επιχειρήσει, όχι;

Αν τον ήθελε πραγματικά, θα τον προσκαλούσε πάνω, έστω και τώρα, καλύτερα δυο μαζί που αγαπιούνται να μοιραστούν τον φόβο, ακόμα και την αρρώστια παρά ο καθένας μόνος, όχι;

Βλέμματα ήταν μόνο όλα, λοιπόν, βλέμματα γεμάτα, όμως όλα εκ του ασφαλούς λόγω της επιβεβλημένης πια κοινωνικής απόστασης ∙ βλέμματα του αέρα.

        Κι όμως αυτό το βλέμμα ψέμα τώρα, μες στη βαριά τη μοναξιά, ήταν κάτι, δεν ήταν;


3 σχόλια:

christos είπε...

Θλιβερό,απαγοητευτικό,συνάμα και αληθινό.Πόσα πρέπει και δεν πρέπει υπάρχουν? ΄Αραγε
οποιαδήποτε ανθρώπινη ΄υπαρξη μπορεί να το μάθει και να το εφαρμόσει?

Χρήστος είπε...

Θλιβερό και ταυτόχρονα ΑΛΗΘΙΝΟ! Πόσα πρέπει και δεν πρέπει υπάρχουν στη ζωή μας. Άραγε στη μικρή μας ανθρώπινη ' υπαρξη μπορεί κάποιος να τα καταφέρει?

Δήμητρα Μήττα είπε...

Πολύ ωραίο. Μελαγχολικό και πραγματικό.