Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2020

Στην εντατική


Φωτό Α.Μ.

Κάποιοι με γύρισαν ανάσκελα βίαια. Ποιοι; Γιατί; Πώς είχα βρεθεί μπρούμυτα; Πού ήμουν;

Εκείνη τη στιγμή, άνοιξα τα μάτια – η μόνη κίνηση που μπορούσα να κάνω– και τους είδα. Φοβήθηκα τότε, φοβήθηκα πως ήμουν μέρος μιας άγνωστης τελετής, αφού αυτοί οι άγνωστοι είχαν κάνει κύκλο-κλοιό γύρω μου και με παρατηρούσαν πίσω από τις ολόσωμες, λευκές στολές τους σιωπηλοί∙ βουβοί πίσω από το προσωπείο τους. 

Την επόμενη στιγμή, φαντάστηκα πως έπαιζα σε ταινία με εξωγήινους, «Startreck 2020». Χα χα… Τι γέλιο ήταν αυτό; Δικό μου; Σκέτος βήχας ήταν, άγριος, ατελείωτος, μαχαίρια-δρεπάνια μού έσφαζαν τον λαιμό και σωλήνες έσκιζαν τα σπλάχνα μου... Χά χά χάνομαι…

Άλλη στιγμή δεν πρόλαβα∙ χωρίς βλέμμα πια –μάτια σφαλιστά οριστικά– χωρίς βήχα που πονάει τόσο, ακίνητη εντελώς πέρασα στην ανυπαρξία.

(Τουλάχιστον ησύχα... χα...)


Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2020

Την ακίνητη στιγμή

Σπάω την ακίνητη στιγμή χαράζοντας γράμματα στο μουσκεμένο από τα δάκρυά μου χαρτί κι ύστερα τυπώνοντάς τα – κάθε μου λέξη  λουλούδι και ξίφος, αλλά και πυξίδα στο ταξίδι της ζωής, που με οδηγεί έξω, στη σκηνή του δρόμου για τη συνάντηση με τους συνανθρώπους σώμα με σώμα γυμνό, πρόσωπο με πρόσωπο ολόκληρο μοιράζομαι την ανάσα και την κραυγή που έγινε λόγος, που γίνεται "Θέατρο ξανά" ενώνοντας πέτρα και θάλασσα και ουρανό.

Το πλήρες κείμενο αυτής της ομιλίας μου για το θέατρο δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό Χάρτης, τεύχ. 29:

https://www.hartismag.gr/hartis-29/diereynhseis/thn-akinhth-stigmh 




Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2020

Από μακριά

 

                   Έργο του Κωνσταντίνου Ι. Αρώνη

«Ευδοκία! Ευδοκία!», φώναζε κάθε απόγευμα στις τέσσερις κι εκείνη έβγαινε στο μπαλκόνι με το νυχτικό κι ένα σάλι ριγμένο πάνω της πρόχειρα, μην κρυώσει κι έχουμε άλλα, και τον κοιτούσε.

«Τι κάνεις; είσαι καλά;»

«Καλά είμαι. Κι εσύ;»

«Καλά καλά, ακόμα.»

«Να προσέχεις.»

«Κι εσύ.»

«Μην ανησυχείς για μένα, τα καταφέρνω κι εγώ.»

Όλα λέγονταν με τα μάτια, τίποτα με το στόμα – γεμάτο το βλέμμα και των δυο, φορτωμένο από τρυφερότητα και από «Αχ, να ’ξερες πόσα άλλα θέλω να σου πω, μα τώρα, δες, οι συνθήκες, μόλις τελειώσει όλο αυτό, θα δεις, θα δεις, θα…»

Τι θα;

Αν την αγαπούσε, θα την είχε φιλήσει, κάποια στιγμή, τόσες κοινές στιγμές δυο χρόνια κλεισμένα στην ίδια εταιρία, θα το είχε επιχειρήσει, όχι;

Αν τον ήθελε πραγματικά, θα τον προσκαλούσε πάνω, έστω και τώρα, καλύτερα δυο μαζί που αγαπιούνται να μοιραστούν τον φόβο, ακόμα και την αρρώστια παρά ο καθένας μόνος, όχι;

Βλέμματα ήταν μόνο όλα, λοιπόν, βλέμματα γεμάτα, όμως όλα εκ του ασφαλούς λόγω της επιβεβλημένης πια κοινωνικής απόστασης ∙ βλέμματα του αέρα.

        Κι όμως αυτό το βλέμμα ψέμα τώρα, μες στη βαριά τη μοναξιά, ήταν κάτι, δεν ήταν;


Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2020

Back and forth


       Φωτό: Α.Μ

Πηγαινοερχόταν. Μπρος πίσω, μπρος πίσω. Back and forth μέχρι την άκρη, την άκρη του πεζοδρομίου της μεγάλης λεωφόρου∙ ως εκεί.

Και πριν από την καραντίνα αυτό έκανε καθηλωμένος αναπόδραστα στο αμαξίδιό του. Μόνο που τότε έβλεπε κόσμο, τον χαιρετούσε κιόλας με τα ατροφικά του χέρια. Κάποιοι περαστικοί του ένευαν κι αυτοί χαμογελώντας. Γρύλιζε τότε ο Σάββας από ευχαρίστηση∙ ίσως, τη μόνη της ζωής του.

Τώρα έρημος ο δρόμος. Αραιά και που περνάει βιαστικός κάποιος μασκοφορεμένος – χάθηκε το χαμόγελο πια πίσω από το πανί. Όσο για τα μάτια, όχι, δεν είναι πλέον φιλικά∙ ζώο που λουφάζει τώρα ο άνθρωπος, φοβισμένο. Έρημος ολάκερος ο δρόμος,  άδειος. Κενός, σαν το μυαλό του.

Μπρος πίσω, μπρος πίσω. Χωρίς μάσκα ο έρμος ο Σάββας, μόνος αυτός, διαφορετικός δια βίου μέχρι τέλους. Back and forth, back and forth τρίζει το καρότσι– back and forth to the very end∙ ως τον τελευταίο τριγμό, ως εκεί.