Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2020

Βόλτα


Έργο του Κωνσταντίνου Ι. Αρώνη

Περπατώ εις την πόλη, όταν οι άνθρωποι δεν είναι εδώ. Άνθρωποι, άνθρωποι, είστε εδώ;

Και τότε ένα χέρι βγαίνει από μια κάσα παρατημένη στην είσοδο μιας οικοδομής, κραδαίνοντας ένα μισοτελειωμένο διδακτορικό.

Και τότε ένας ασθενής, που τον μεταφέρουν ημιαναίσθητο στο φορείο ανασηκώνεται και, ταυτόχρονα με τον επιθανάτιο ρόγχο του εκεί, στη μέση του δρόμου, μου γνέφει: «Θέλω. Θέλω να σου πω». Μετά, τελειώνει – στρέφω το βλέμμα αλλού.

Συνεχίζω.

Από την πολυκατοικία μπροστά μου, μια γιαγιά εκσφενδονίζει στη μέση του δρόμου τα σκουπίδια της. «Ε, ψιτ, εσύ! Σε παρακαλώ, πέταξέ τα στον τενεκέ! ΤΩΡΑ!». Σκύβω, τα παίρνω και κατευθύνομαι προς τον κάδο – τι άλλο να κάνω; Μόλις τα ρίχνω μέσα, πετάγεται έξω αλαφιασμένη μια γάτα μ’ ένα μισοφαγωμένο κάτι στο στόμα της∙ αυτό το μισοφαγωμένο κάτι σαν να βρυχάται: «Αν είσαι φίλος, άσε με κι οχτρός, συγχώρεσε με. Κι αν είσαι κι ο πατέρας μου, τρέχα για να γλυτώσεις!».

Τι γίνεται;

Στον δεύτερο όροφο μιας γωνιακής πολυκατοικίας παρακάτω, ο παππούς με τα γκρίζα μαλλιά και το άσπρο σώβρακο σβήνει τα ογδόντα κεράκια μιας τούρτας γενεθλίων μόνος του, ενώ από το κινητό του ακούγεται χορωδία στο «Να ζήσεις … και χρόνια πολλά...»  – δεν μπορώ να ξεχωρίσω το όνομά του, δεν ακούω, δεν ακούω, δεν.  Να τα εκατοστήσετε, θέλω να φωνάξω, αλλά η φωνή δεν βγαίνει από το στόμα μου. Μια μυρωδιά από αμμωνίας με πνίγει.

Την ίδια στιγμή, στον τρίτο, μια υπερήλικη με κόκκινο τσεμπέρι μονολογεί: «Εμ, το ξερ’ς, δεν το ξερ’ς;», ενώ κάποια μάτια την κοιτάζουν έντρομα πίσω από τις γρίλιες. «Εδώ θα φύγ’ς, ψυχούλα μ’, κλεισμένη στους τέσσερ’ς τοίχους, μακριά απ’ του χουριό σ’. Το ξερ’ς, τζάνου μ’, δεν το ξερ’ς; Κι αν δεν το ξερ’ς, ε, τώρα ήρθ’ η ώρα να του μάθ’ς!»[1].

Κάνω να φύγω κι ένας κροκόδειλος της ασφάλτου –τι είδος μετάλλαξης είναι πάλι αυτή;– μου δαγκώνει το πόδι, χραπ! Είναι ο CROCORONOVIRUS 21ABG, μετάλλαξη εκείνου του ιού που μας έκλεισε για πρώτη φορά μέσα, έτσι ξαφνικά, μια μέρα πριν από…. Πριν από πόσα χρόνια, αλήθεια; Δεν θυμάμαι πια, δεν, δεν.

Ξυπνώ κάθιδρη στο πάτωμα. Και, θεέ μου, έγκλειστη ακόμα.



[1] Γιάννα αγνώστου ηλικίας, ηρωίδα του Ντελικάλτ. 

2 σχόλια:

Βασιλική Π. είπε...

Ενδιαφέρουσα η βόλτα σε ένα δυστοπικό αστικό τοπίο, όπου κυριαρχούν η μοναξιά η εγκατάλειψη, τα φασματικά ανεκπλήρωτα. Και όμως όλα σώζονται από ένα υποδορειας έντασης χιούμορ.

Βασιλική Π. είπε...

Ενδιαφέρουσα η βόλτα σε ένα δυστοπικό αστικό τοπίο με κυρίαρχη τη μοναξιά και την εγκατάλειψη. Και τα ανεκπλήρωτα μιας νιότης που πέρασε σε αντίστιξη με την ανημποριά της τρίτης ηλικίας. Και όμως όλα σώζονται χάρη σε ένα χιούμορ υποδορειας έντασης.