Το Ημερολόγιο για το 2024 αποτελεί συλλογικό έργο των Μελών της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, το οποίο εκδόθηκε με πρωτοβουλία του ΔΣ της Εταιρίας από τις εκδόσεις ΑΩ (2023).
Το "Μες στον ιδρώτα", που ακολουθεί, είναι η δική μου συμμετοχή σ' αυτό το Ημερολόγιο - Ανθολόγιο, μια ιστορία σ' ένα μέλλον δυστοπικό, που μπορεί να είναι το δικό μας.
Μες στον ιδρώτα
Η μέρα και η νύχτα του περνούσε αποκλειστικά μπροστά στην οθόνη του κινητού του – Fb, Insta, Gameboy, TikTok. Η κοινωνικότητά του αναπτυσσόταν, τ’ αντανακλαστικά του βελτιώνονταν, η πληροφορία, κι ας μην ήξερε τι να την κάνει, του δημιουργούσε το αίσθημα πως ήταν κάποιος· κάποιος σημαντικός. Πώς αλλιώς θα ήξερε όλα αυτά τα απίστευτα και φοβερά που συμβαίνουν στον κόσμο; Ένα παράπονο είχε μόνο. Πως δεν ίδρωνε. Τι χρειάζεται όμως αυτή η σωματική έκκριση, αναρωτιόταν, αφού η εξέλιξη και η πρόοδος σημειώνεται πλέον χωρίς τη χρεία της;
Μια νύχτα όμως ασέληνη άρχισε να τρέχει ποτάμι ο ιδρώτας του. Έτσι ξαφνικά. Χωρίς ζέστη, χωρίς κόπο, χωρίς στενοχώρια ή πυρετό. Ανεξέλεγκτα. Έτρεξε τόσο πολύ που πλημμύρισε το δωμάτιο. Ο χρήστης βυθίστηκε μέσα του μέχρι το γόνατο. Τι είναι αυτό, απόρησε στην αρχή. Τι γίνεται, ανησύχησε στη συνέχεια, καθώς εξακολουθούσε ν’ αδειάζει θεαματικά σαν σαμπρέλα με φούιτ και να βουλιάζει όλο και περισσότερο στο θολό νερό που έζεχνε. Μέχρι που γλίστρησε κι έπεσε με τα μούτρα στον πάτο-πάτωμά του. Αδύναμος πια να σηκωθεί, αδύναμος και για την παραμικρή κίνηση έμεινε εκεί μέχρι που πνίγηκε τρομαγμένος μέσα στο δύσοσμο υγρό της εφίδρωσής του.
Την ίδια νύχτα ξεφούσκωσαν όλοι οι κάτοικοι της πόλης – όλοι χρήστες, που νόμιζαν απατηλά πως ήταν κάποιοι, όλοι καθηλωμένοι από καιρό στα σπίτια τους μπροστά σε μια οθόνη, εθισμένοι αγιάτρευτα στο τίποτα. Έγινε η πόλη φάντασμα! Έπλεαν τα κτήρια και τα άδεια κορμιά μες στη χυμένη αποφορά τους, έμειναν μόνες ανάμεσα στα κουφάρια οι ψηφιακές μηχανές σε λειτουργία χρήσης άχρηστη να φωτίζουν απόκοσμα το σκοτάδι. Ύστερα βραχυκύκλωσαν κι αυτές.
Τα δέντρα όμως και τα φυτά για πρώτη φορά από τότε που άρχισε η περίοδος της άσπλαχνης παραμέλησής τους από τους μεταλλαγμένους, εν μέσω της γενικότερης ξηρασίας του πλανήτη, ποτίστηκαν. Τέντωσαν τους αποστεγνωμένους κορμούς, ξεδίπλωσαν τα μαραγκιασμένα φύλλα, άνοιξαν τα σαν από χαρτί πια πέταλα των λουλουδιών, έδωσαν καρπούς – όσους μπόρεσαν. Η απελπισία της θανάσιμα αυξανόμενης αφυδάτωσης τα είχε παρωθήσει σε μυστική συνεργασία αναπτύσσοντας άγνωστα μέχρι εκείνη τη στιγμή πλοκάμια ή απλώς εδώ και χιλιάδες χρόνια δυνάμεις ανενεργές. Ο ξεθωριασμένος πλην όμως πράσινος ακόμα συλλογικός νους της χλωρίδας του τόπου με μια ύστατη άηχη κραυγή εξάντλησε τους τελευταίους διαθέσιμους πόρους, τους κηφήνες-χρήστες, που νόμιζαν πως ήταν κάποιοι, κερδίζοντας την υγρασία που είχε ανάγκη. Δέντρα και φυτά παρατημένα, συνωμότες της άγριας δίψας, τους ξεζούμισαν, τους στράγγιξαν σε μια νύχτα, αυτούς που είχαν θυσιάσει στον βωμό των νέων τεχνολογιών προ πολλού την ανθρώπινη ιδιότητά τους. Ύστερα, θα έβλεπαν τα πλατάνια, οι ελιές ως και αυτοί οι θέραμβοι πώς αλλιώς θα συνέπρατταν μέχρι να βρέξει.
Αυτά έγιναν μια φορά και αυτόν τον καιρό στην πόλη μου, που ίσως είναι και δική σας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου