Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2024

Της σκουριάς και της ανέμης - Μικρό προσωπικό σχόλιο για την ποιητική συλλογή της Χρύσας Βλάχου (Κουκκίδα 2023)

 

 

Τα κόκκινα παγώνια

Κατέβαινα τις σκάλες του σπιτιού. Κόκκινα παγώνια φτερούγιζαν στα κομμένα μου χέρια. Οι δεσποινίδες της Αβινιόν, ράμφη επιζώντων πτηνών, τσιμπούσαν τον Απριλιάτικο γύψο. Ερχόταν μια παράξενη μυρωδιά σκίνου απ’ το δωμάτιο αναρρίχησης. Άνοιξα την πόρτα. Ένας μεσήλικας με ξύλινο πόδι ρωτούσε πού η έξοδος. Κοιταζόμασταν σαν να είχαμε ξαναϊδωθεί. Ζητούσαμε διαφυγή. Η στάθμη νερού είχε ανέβει τόσο ψηλά. Τότε γονατίσαμε και οι δυο υμνώντας εκείνη την παράξενη απραξία.

Αίφνης τα κόκκινα παγώνια ρούφηξαν όλο το νερό. Στο δωμάτιο έμειναν τα σχοινιά μαρτυρώντας κάποια μελλοντική κρεματόρια συνθήκη. Φτάσαμε στον σιδηροδρομικό σταθμό. Οι άνθρωποι μάς κοίταζαν σαστισμένοι. Είμασταν ακόμα γονατιστοί. Κάνανε το σταυρό τους. Αλλά κι αυτοί, την ίδια στάση είχαν.

 

Ρέων ο λόγος της Χρύσας Βλάχου με σύμφωνα και φωνήεντα που εναλλάσσονται σχεδόν υποδόρια, σχεδόν χορευτικά, αλλά και λόγος στιβαρός, υφασμένος με λέξεις από όλο το εύρος της ελληνικής γλώσσας και αναφορές σε όλο το φάσμα της λογοτεχνίας. Λόγος σύγχρονος που δοκιμάζει δεξιοτεχνικά, τεντώνει τις δυνατότητές του συνομιλώντας με το κέντρο βάρους του την κάθε φορά, αλλά και λόγος ερμητικός · θέλει να βάλεις νου ενεργό, εσύ που τον διαβάζεις, για να τον εννοήσεις, θέλει όμως και ψυχή – τη δική σου. Κάτι σε γραπώνει σ’ αυτή τη συλλογή, από τον τίτλο της κιόλας  και συνεχίζει να σε κρατά στίχο τον στίχο, ποίημα το ποίημα·  κάτι που ξεδιπλώνεται σιγά σιγά και σε οδηγεί ως μίτος σε λαβύρινθο ζωγραφικών εικόνων και ήχων μουσικών εκεί που ανακαλύπτεις ότι κι εσύ χωράς μέσα σ’ αυτόν τον λόγο, που είναι, εντέλει, τόσο και πάνω απ’ όλα ποιητικός  – τόπος ποίησης από τη γη μέχρι τον ουρανό.

(Δυο λόγια για την ποιητική συλλογή Της σκουριάς και της ανέμης (Επιμέλεια Κ. Θ. Ριζάκη, Εκδόσεις Κουκκίδα 2023) της φίλης, ομότεχνης στη γραφή και συναδέλφου στην εκπαίδευση Χρύσας Βλάχου, με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου της στη Θεσσαλονίκη)

 


 

 

 

"Μες στον ιδρώτα", Πλανήτης Γη, Ημερολόγιο ΕΛΘ 2024

 

Το Ημερολόγιο για το 2024 αποτελεί συλλογικό έργο των Μελών της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, το οποίο εκδόθηκε με πρωτοβουλία του ΔΣ της Εταιρίας από τις εκδόσεις ΑΩ (2023). 

Το "Μες στον ιδρώτα", που ακολουθεί, είναι η δική μου συμμετοχή σ' αυτό το Ημερολόγιο - Ανθολόγιο, μια ιστορία σ' ένα μέλλον δυστοπικό, που μπορεί να είναι το δικό μας.

Μες στον ιδρώτα

Η μέρα και η νύχτα του περνούσε αποκλειστικά μπροστά στην οθόνη του κινητού του – Fb, Insta, Gameboy, TikTok. Η κοινωνικότητά του αναπτυσσόταν, τ’ αντανακλαστικά του βελτιώνονταν, η πληροφορία, κι ας μην ήξερε τι να την κάνει, του δημιουργούσε το αίσθημα πως ήταν κάποιος· κάποιος σημαντικός. Πώς αλλιώς θα ήξερε όλα αυτά τα απίστευτα και φοβερά που συμβαίνουν στον κόσμο; Ένα παράπονο είχε μόνο. Πως δεν ίδρωνε. Τι χρειάζεται όμως αυτή η σωματική έκκριση, αναρωτιόταν, αφού η εξέλιξη και η πρόοδος σημειώνεται πλέον χωρίς τη χρεία της;

Μια νύχτα όμως ασέληνη άρχισε να τρέχει ποτάμι ο ιδρώτας του. Έτσι ξαφνικά. Χωρίς ζέστη, χωρίς κόπο, χωρίς στενοχώρια ή πυρετό.  Ανεξέλεγκτα. Έτρεξε τόσο πολύ που πλημμύρισε το δωμάτιο. Ο χρήστης βυθίστηκε μέσα του μέχρι το γόνατο. Τι είναι αυτό, απόρησε στην αρχή. Τι γίνεται, ανησύχησε στη συνέχεια, καθώς εξακολουθούσε ν’ αδειάζει θεαματικά σαν σαμπρέλα με φούιτ και να βουλιάζει όλο και περισσότερο στο θολό νερό που έζεχνε. Μέχρι που γλίστρησε κι έπεσε με τα μούτρα στον πάτο-πάτωμά του. Αδύναμος πια να σηκωθεί, αδύναμος και για την παραμικρή κίνηση έμεινε εκεί μέχρι που πνίγηκε τρομαγμένος μέσα στο δύσοσμο υγρό της εφίδρωσής του.  

Την ίδια νύχτα ξεφούσκωσαν όλοι οι κάτοικοι της πόλης – όλοι χρήστες, που νόμιζαν απατηλά πως ήταν κάποιοι, όλοι καθηλωμένοι από καιρό στα σπίτια τους μπροστά σε μια οθόνη, εθισμένοι αγιάτρευτα στο τίποτα. Έγινε η πόλη φάντασμα! Έπλεαν τα κτήρια και τα άδεια κορμιά μες στη χυμένη αποφορά τους, έμειναν μόνες ανάμεσα στα κουφάρια οι ψηφιακές μηχανές σε λειτουργία χρήσης άχρηστη να φωτίζουν απόκοσμα το σκοτάδι. Ύστερα βραχυκύκλωσαν κι αυτές.

Τα δέντρα όμως και τα φυτά για πρώτη φορά από τότε που άρχισε η περίοδος της άσπλαχνης παραμέλησής τους από τους μεταλλαγμένους, εν μέσω της γενικότερης ξηρασίας του πλανήτη, ποτίστηκαν. Τέντωσαν τους αποστεγνωμένους κορμούς, ξεδίπλωσαν τα μαραγκιασμένα φύλλα, άνοιξαν τα σαν από χαρτί πια πέταλα των λουλουδιών, έδωσαν καρπούς – όσους μπόρεσαν. Η απελπισία της θανάσιμα αυξανόμενης αφυδάτωσης τα είχε παρωθήσει σε μυστική συνεργασία αναπτύσσοντας άγνωστα μέχρι εκείνη τη στιγμή πλοκάμια ή απλώς εδώ και χιλιάδες χρόνια δυνάμεις ανενεργές. Ο ξεθωριασμένος πλην όμως πράσινος ακόμα συλλογικός νους της χλωρίδας του τόπου με μια ύστατη άηχη κραυγή εξάντλησε τους τελευταίους διαθέσιμους πόρους, τους κηφήνες-χρήστες, που νόμιζαν πως ήταν κάποιοι, κερδίζοντας την υγρασία που είχε ανάγκη. Δέντρα και φυτά παρατημένα, συνωμότες της άγριας δίψας, τους ξεζούμισαν, τους στράγγιξαν σε μια νύχτα, αυτούς που είχαν θυσιάσει στον βωμό των νέων τεχνολογιών προ πολλού την ανθρώπινη ιδιότητά τους. Ύστερα, θα έβλεπαν τα πλατάνια, οι ελιές ως και αυτοί οι θέραμβοι πώς αλλιώς θα συνέπρατταν μέχρι να βρέξει.

Αυτά έγιναν μια φορά και αυτόν τον καιρό στην πόλη μου, που ίσως είναι και δική σας.