Αίμα στο βλέμμα
Το σύννεφο τον πλησίαζε. Μόλις βρέθηκε ακριβώς από πάνω του, καθρεφτίστηκε στις κόρες των ματιών του. Μια στιγμή μόνο, μια φευγαλέα στιγμή και βάφτηκε κόκκινο. Ολοκόκκινο. Κόκκινο βαθύ.
Red, red cloud
Δεν την πίστεψε όταν μυξόκλαιγε μες στο παρκαρισμένο αυτοκίνητο γωνία Φιλίππου και Μητροπολίτου Γενναδίου ̶ είχαν βρεθεί αυτό το βράδυ τάχα για να τα βρούνε. «Δεν το ΄θελα. Στ’ ορκίζομαι. Το ’φερε η στιγμή. Συνέβη». Δεν τη λυπήθηκε όταν άρχισε να παλεύει ν’ ανοίξει την πόρτα και να φωνάζει ̶ «Βοήθεια, με σφάζει ο τρελός, βοήθ ̶», καθώς αυτός, ο αρραβωνιαστικός της, περασμένα μεσάνυχτα, τη χαλούσε με το σουγιά –πώς άστραφτε στο φως του φεγγαριού η λάμα!
Ο φόνος της δε σήκωνε αναβολή. Κάποιος μέσα του τον είχε διατάξει κοφτά να γίνει. Να γίνει. Να γίνει. Απόψε.
(Πώς ν’ απαλλαγείς από τον οργισμένο εαυτό που ζητά, απαιτεί να εκδικηθεί; Προσπαθείς, μα αυτός δε σ’ αφήνει. Σε αλωνίζει. Σε αλώνει. Γίνεται ένα με σένα, γίνεται εσύ)
- Γιατί μου το ’κανες αυτό, γιατί; Γιατί;
Τη χτύπησε.
Στο λαιμό.
Στην καρδιά.
Στην κοιλιά.
- Μάτωνε τώρα, σκύλα, μάτωνε…
Στην κοιλιά.
Στην κοιλιά.
Στην κοιλιά.
Στην κοιλιά.
Στην κοιλιά.
- Να μάθεις!
Στην κοιλιά.
Έδιωξε τα μουσκεμένα από το αίμα μαλλιά από το πρόσωπό της, της έκλεισε τα μάτια και τη φίλησε.
Στο στόμα.
Πολλές φορές στο στόμα, το στόμα το ζεστό.
Την ποθούσε ακόμα.
Ύστερα την έσυρε έξω απ’ τ’ αυτοκίνητο και την ξάπλωσε σ’ έναν ξεχαρβαλωμένο καναπέ, πεταμένο στον δρόμο εκεί κοντά˙ την άφησε σα να κοιμάται, αυτήν, την αγάπη του, τη Θούλη. Τώρα πια τελειωμένη.
Άρχισε να κατηφορίζει το πλακόστρωτο της πλατείας Δικαστηρίων. Ήθελε άπλα, ανοιχτωσιά, την είχε ανάγκη -μαύρη φιγούρα σε έρημη λευκή σκηνή.
Πού να πάει, πού να πάει;
Η ώρα περνούσε. Τα λουτρά του Μπέη Χαμάμ πήραν ν’ ανατέλλουν. Κάποιος, αυτός του φώναξε: εκεί. Εκεί να πας. Εκεί.
(Ποιος αυτός; Ο άλλος, ο δαίμονας εαυτός, ο τιμωρός. Εσύ)
Πήγε προς το αναψυκτήριο των Λουτρών –«Κλειστό».
Δε δίστασε. Με μια πέτρα έσπασε την πόρτα. Όρμησε στη σκάλα απέναντι που οδηγούσε στο δώμα.
Βγήκε έξω.
Είχαν έρθει μαζί εδώ τις προάλλες –για έναν καφέ μετά από τον περίπατο στην παλιά πόλη. Εκείνη κοίταζε τους τρούλους απέναντι κι εκείνος είχε καρφωθεί στη μελανιά στο λαιμό της.
- Ποιος; Πότε; Λέγε, γαμώτο, λέγε, της έλεγε κι όλο της έσφιγγε πιο δυνατά το μπράτσο.
«Ο Γιώργος» του είπε η Θούλη αδιάφορα και ύστερα σηκώθηκε και έφυγε.
«Μη σκας, δεν τ’ αξίζει το πουτανί. Την πέφτει σ’ όλους. Ξεκόλλα! Τη χάρηκα κι εγώ μια φορά κι αυτό ήταν. Να παίρνει σειρά ο επόμενος», του είπε ο Γιώργος, ο αδελφός του.
Μ’ έναν δρασκελισμό πέρασε από την άλλη μεριά του διαχωριστικού κιγκλιδώματος και βρέθηκε πάνω στο πιο κοντινό ημισφαίριο.
Να ’τος τώρα ο Σάκης ο φονιάς στο λυκαυγές μιας μέρας του Σεπτέμβρη να χοροπηδά σαν άγριο παιδί, να παίζει ένα παράξενο κουτσό πάνω στους τρούλους του Μπέη τραγουδώντας συλλαβές και ήχους μιας γλώσσας μισής, ανισόρροπης.
- Και να – και να - και ξα και να - και ω – μα τι – ματώ - ματώ -συγχώ, δεν το -συγχώ – συγχώ –δεν-
(Εσύ που από ένα σημάδι γραπώνεσαι, εσύ που από μια παραδοχή θεριεύεις, εσύ που μια χαραμάδα φεγγαριού ξεχύνεσαι –ελέησόν με )
Όταν κουράστηκε, ξάπλωσε ανάσκελα πάνω στον πιο απομακρυσμένο τρούλο, άναψε το πρώτο τσιγάρο τής μετά τον φόνο της ζωής του ζωής και κοίταξε τον ουρανό.
Το σύννεφο τον πλησίαζε. Μόλις βρέθηκε ακριβώς από πάνω του, καθρεφτίστηκε στις κόρες των ματιών του. Μια στιγμή μόνο, μια φευγαλέα στιγμή έφτανε για να βαφτεί κόκκινο. Ολοκόκκινο. Κόκκινο βαθύ.
Red, red cloud
Το σύννεφο τρόμαξε. Βιάστηκε να φύγει. Κι ο φονιάς; Έμεινε ξαπλωμένος ανάσκελα πάνω στον τρούλο με τα μάτια καρφωμένα στον ουρανό να καπνίζει και να περιμένει το επόμενο.
Πού αλλού μπορούσε ν’ ακουμπήσει τόσο αίμα που είχε στο βλέμμα;
Α.Μ.
- Αναφορά στο τραγούδι του ErikTruffaz, Red cloud, που μπορεί να συμβάλει σε μια «μουσική ανάγνωση» του κειμένου.
- Από τη συλλογή διηγημάτων μου Πώς τα πας με την απώλεια; (Οροπέδιο 2018). Πρώτη δημοσίευση: Ένεκεν, 2014.
- Φωτό: Α.Μ.